κατανύξει

κατανύξει
κατάνυξις
stupefaction
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατανύξεϊ , κατάνυξις
stupefaction
fem dat sg (epic)
κατάνυξις
stupefaction
fem dat sg (attic ionic)
κατανύσσομαι
aor subj act 3rd sg (epic)
κατανύσσομαι
fut ind mid 2nd sg
κατανύσσομαι
fut ind act 3rd sg
κατανύσσω
stab
aor subj act 3rd sg (epic)
κατανύσσω
stab
fut ind mid 2nd sg
κατανύσσω
stab
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόλογος — ο, ΝΑ [προλέγω] 1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο 2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος τού δράματος 3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση τού δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”